Η γεωργία και η βιοποικιλότητα είναι άρρηκτα συνυφασμένες. Οι υγιείς καλλιέργειες απαιτούν γόνιμα εδάφη, ωφέλιμα έντομα όπως τους επικονιαστές, τη γενετική των ίδιων των καλλιεργειών και την προστασία από παράσιτα που θα βλάψουν ή θα ανταγωνιστούν την καλλιέργεια.
Ταυτόχρονα, η εξασφάλιση μιας ασφαλούς και σίγουρης προμήθειας τροφίμων συνεπάγεται την αλλαγή του τρόπου χρήσης του φυσικού περιβάλλοντος και των πόρων, γεγονός που έχει αντίκτυπο στη βιοποικιλότητα.
Η γλυφοσάτη είναι στην πραγματικότητα ένα σημαντικό εργαλείο που βοηθά τους γεωργούς να διατηρήσουν το περιβάλλον και τη βιοποικιλότητα.
Χωρίς τη γλυφοσάτη, οι γεωργοί θα έπρεπε να βασίζονται στο όργωμα (ή τη διαδικασία που είναι γνωστή ως άροση), μια τεχνική καταπολέμησης των ζιζανίων που ανακατεύει το έδαφος. Η άροση απαιτεί συνήθως τη χρήση βαρέων γεωργικών μηχανημάτων, κάτι που αυξάνει την κατανάλωση καυσίμων και προκαλεί διατάραξη του εδάφους, με αποτέλεσμα την αποδέσμευση αερίων του θερμοκηπίου, όπως το CO2, που ευθύνονται για την κλιματική αλλαγή.
Η διατάραξη του εδάφους μπορεί επίσης να προκαλέσει διάβρωση, επιτρέποντας την απομάκρυνση ζωτικών θρεπτικών συστατικών από το έδαφος.
Τα ζιζανιοκτόνα με βάση τη γλυφοσάτη βοηθούν τους γεωργούς να καταπολεμήσουν τα ζιζάνια με ελάχιστη ή μηδενική άροση, γεγονός που μειώνει δραματικά το αποτύπωμα άνθρακα και τους βοηθά να διατηρούν το έδαφος πιο υγιές.
Επιπλέον, λιγότερα ζιζάνια σημαίνει καλλιέργειες με λιγότερο ανταγωνισμό. Έτσι, οι γεωργοί μπορούν να παράγουν τις σοδειές τους με λιγότερους φυσικούς πόρους. Η προστασία των καλλιεργειών από τα ζιζάνια συμβάλλει στη διατήρηση της γης, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για βοσκή και ως ενδιαίτημα για την άγρια πανίδα [1].[1] .